- λαοσωτήριος
- -α, -οαυτός που φέρνει τη σωτηρία στο λαό: Τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση των πλημμύρων υπήρξαν λαοσωτήρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαοσωτήριος — α, ο αυτός που σώζει τον λαό, ο σωτήριος για τον λαό («λαοσωτήρια παρέμβαση τής δικαιοσύνης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σωτήριος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek